πυκτικῇ

πυκτικῇ
πυκτικός
skilled in boxing
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυκτική — πυκτικός skilled in boxing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακτιστικός — ή ό (Α λακτιστικός, ή, όν) [λακτιστής] 1. (για ζώο) αυτός που έχει τη συνήθεια να λακτίζει 2. το θηλ. ως ουσ. η λακτιστική η τέχνη τού λακτίσματος κατά την πάλη, σε αντιδιαστολή προς την πυκτική, την τέχνη τής πυγμαχίας …   Dictionary of Greek

  • πυκτικός — ή, όν, Α [πύκτης] 1. αυτός που αναφέρεται στην πυγμαχία 2. εξασκημένος στην πυγμαχία 3. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε πυγμάχους («πυκτικοὶ πόνοι», Ρούφ.) 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ πυκτική α) πυγμαχία β) έμπλαστρο κατάλληλο για πυγμάχους. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”